ογκόμετρο. το

ογκόμετρο. το
ογκόμετρο, το
1. όργανο μέτρησης του όγκου και της πυκνότητας των στερεών σωμάτων.
2. όργανο μέτρησης των διαστάσεων των εσωτερικών οργάνων του σώματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ογκόμετρο — το φυσ. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τού όγκου διαφόρων σωμάτων, καθώς και για την εύρεση τής πυκνότητας και τού ειδικού βάρους τών στερεών, χωρίς να απαιτείται η βύθιση τού μετρούμενου σώματος σε ένα υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”