- ογκόμετρο. το
- ογκόμετρο, το1. όργανο μέτρησης του όγκου και της πυκνότητας των στερεών σωμάτων.2. όργανο μέτρησης των διαστάσεων των εσωτερικών οργάνων του σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.